Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λωβητός
λωίτερος
λωίων
λῶντι
λῶντο
λώπη
λώπιον
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λῷστος
λωτίζομαι
λώτινος
λωτίσματα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
Λωτοφάγοι
λωτροχόος
λωφάω
λωφήιος
View word page
λῷστος
λῷστοςsuperl.adjsee underλῴων

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῷστος
Headword (normalized):
λῷστος
Headword (normalized/stripped):
λωστος
IDX:
24937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24938
Key:
λῷστος

Data

{'headword_display': '<b>λῷστος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λῷστος</HL><PS>superl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>λῴων</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λῷστος'}