Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λωβᾱτός
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωίτερος
λωίων
λῶντι
λῶντο
λώπη
λώπιον
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λῷστος
λωτίζομαι
λώτινος
λωτίσματα
λωτόεις
View word page
λῶντο
λῶντολώοντοdial.3pl.impf.mid.seeλούω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῶντο
Headword (normalized):
λῶντο
Headword (normalized/stripped):
λωντο
IDX:
24931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24932
Key:
λῶντο

Data

{'headword_display': '<b>λῶντο</b>', 'content': '<XE><RefFm>λῶντο</RefFm><RefFm>λώοντο<LblR>dial.3pl.impf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λούω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λῶντο'}