Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθέμιστος
ἀθέμιτος
ἄθεος
ἀθεότης
ἀθεραπείᾱ
ἀθεραπευσίᾱ
ἀθεράπευτος
ἀθερίζω
ἀθερῑ́νη
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθεσίᾱ
ἄθεσμος
ἀθέσφατος
ἀθετέω
ἄθετος
ἀθεώρητος
ἄθηλος
ἄθηλυς
Ἀθηνᾶ
Ἀθῆναι
View word page
ἄ-θερμος
ἄ-θερμοςονadjθερμός lacking heatPl.

ShortDef

without heat

Debugging

Headword:
ἄθερμος
Headword (normalized):
ἄθερμος
Headword (normalized/stripped):
αθερμος
IDX:
2492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2493
Key:
ἄθερμος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-θερμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-θερμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θερμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>lacking heat</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄθερμος'}