Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωίτερος
λωίων
λῶντι
λῶντο
λώπη
λώπιον
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λῷστος
λωτίζομαι
View word page
λωίτερος
λωίτεροςIon.compar.adjsee underλῴων

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λωίτερος
Headword (normalized):
λωίτερος
Headword (normalized/stripped):
λωιτερος
IDX:
24928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24929
Key:
λωίτερος

Data

{'headword_display': '<b>λωίτερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λωίτερος</HL><PS>Ion.compar.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>λῴων</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λωίτερος'}