Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωίτερος
λωίων
λῶντι
λῶντο
View word page
λωβᾱτός
λωβᾱτόςdial.adjseeλωβητός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λωβᾱτός
Headword (normalized):
λωβᾱτός
Headword (normalized/stripped):
λωβατος
IDX:
24921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24922
Key:
λωβᾱτός

Data

{'headword_display': '<b>λωβᾱτός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λωβᾱτός</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>λωβητός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λωβᾱτός'}