Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθεμίστιος
ἀθέμιστος
ἀθέμιτος
ἄθεος
ἀθεότης
ἀθεραπείᾱ
ἀθεραπευσίᾱ
ἀθεράπευτος
ἀθερίζω
ἀθερῑ́νη
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθεσίᾱ
ἄθεσμος
ἀθέσφατος
ἀθετέω
ἄθετος
ἀθεώρητος
ἄθηλος
ἄθηλυς
Ἀθηνᾶ
View word page
ἀ-θέρμαντος
ἀ-θέρμαντοςονadjprivatv.prfx.,θερμαντός fig., of a domestic hearth, i.e. householdnot heatedby a woman's passionA.

ShortDef

not heated by strife

Debugging

Headword:
ἀθέρμαντος
Headword (normalized):
ἀθέρμαντος
Headword (normalized/stripped):
αθερμαντος
IDX:
2491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2492
Key:
ἀθέρμαντος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-θέρμαντος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ-θέρμαντος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>θερμαντός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of a domestic hearth, i.e. household</Indic><Tr>not heated<Expl>by a woman's passion</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀθέρμαντος'}