Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
View word page
λυχνο-φόρος
λυχνοφόροςουmφέρω lamp-bearerref. to a personPlu.

ShortDef

carrying a lamp

Debugging

Headword:
λυχνοφόρος
Headword (normalized):
λυχνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λυχνοφορος
IDX:
24917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24918
Key:
λυχνοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>λυχνο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λυχνο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lamp-bearer<Expl>ref. to a person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λυχνοφόρος'}