Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
View word page
λυχνοφορίω
λυχνοφορίωLacon.vbλυχνοφόρος carry a lampAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυχνοφορίω
Headword (normalized):
λυχνοφορίω
Headword (normalized/stripped):
λυχνοφοριω
IDX:
24916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24917
Key:
λυχνοφορίω

Data

{'headword_display': '<b>λυχνοφορίω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λυχνοφορίω</HL><PS>Lacon.vb</PS><Ety><Ref>λυχνοφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>carry a lamp</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λυχνοφορίω'}