Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
λωβεύω
λώβη
View word page
λυχνο-πώλης
λυχνοπώληςουmπωλέω lamp-sellerAr.

ShortDef

a dealer in lamps

Debugging

Headword:
λυχνοπώλης
Headword (normalized):
λυχνοπώλης
Headword (normalized/stripped):
λυχνοπωλης
IDX:
24913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24914
Key:
λυχνοπώλης

Data

{'headword_display': '<b>λυχνο-πώλης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λυχνο<hyph/>πώλης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lamp-seller</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λυχνοπώλης'}