Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
λωβεύω
View word page
λυχνο-ποιός
λυχνοποιόςοῦmποιέω lamp-makerAr.

ShortDef

making lamps

Debugging

Headword:
λυχνοποιός
Headword (normalized):
λυχνοποιός
Headword (normalized/stripped):
λυχνοποιος
IDX:
24912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24913
Key:
λυχνοποιός

Data

{'headword_display': '<b>λυχνο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λυχνο<hyph/>ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lamp-maker</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λυχνοποιός'}