Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
λωβάομαι
λωβᾱτός
View word page
λύχνον
λύχνονnseeλύχνος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λύχνον
Headword (normalized):
λύχνον
Headword (normalized/stripped):
λυχνον
IDX:
24911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24912
Key:
λύχνον

Data

{'headword_display': '<b>λύχνον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λύχνον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>λύχνος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λύχνον'}