Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυτικός
λύτο
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορίω
λυχνοφόρος
λῡ́ω
λῶ
View word page
λύχνιον
λύχνιονουn lampTheoc. λυχνίονουn lamp-standPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λύχνιον
Headword (normalized):
λύχνιον
Headword (normalized/stripped):
λυχνιον
IDX:
24909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24910
Key:
λύχνιον

Data

{'headword_display': '<b>λύχνιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λύχνιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>lamp</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>λυχνίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>lamp-stand</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'λύχνιον'}