Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυσσώδης
λυτέος
λυτήρ
λυτήριον
λυτικός
λύτο
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
λύχνον
λυχνοποιός
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
View word page
λυτρωτής
λυτρωτήςοῦm ref. to Mosesredeemerof his peopleNT.

ShortDef

a ransomer, redeemer

Debugging

Headword:
λυτρωτής
Headword (normalized):
λυτρωτής
Headword (normalized/stripped):
λυτρωτης
IDX:
24905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24906
Key:
λυτρωτής

Data

{'headword_display': '<b>λυτρωτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λυτρωτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to Moses</Indic><Tr>redeemer<Expl>of his people</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λυτρωτής'}