Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λυτέος
λυτήρ
λυτήριον
λυτικός
λύτο
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
λυχνοκαΐη
View word page
λύτο
λύτολῦτοep.3sg.athem.aor.mid.seeλῡ́ω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λύτο
Headword (normalized):
λύτο
Headword (normalized/stripped):
λυτο
IDX:
24900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24901
Key:
λύτο

Data

{'headword_display': '<b>λύτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>λύτο<and/>λῦτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λῡ́ω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λύτο'}