Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λυτέος
λυτήρ
λυτήριον
λυτικός
λύτο
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λύτρωσις
λυτρωτής
λύττα
λυχνεῖον
λυχνίᾱ
λύχνιον
View word page
λυτικός
λυτικόςή όνadjλυτόςphilos., of types of argumentsproviding refutationrefutativeArist.

ShortDef

refutative

Debugging

Headword:
λυτικός
Headword (normalized):
λυτικός
Headword (normalized/stripped):
λυτικος
IDX:
24899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24900
Key:
λυτικός

Data

{'headword_display': '<b>λυτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λυτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λυτός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>philos., of types of arguments</Indic><Def>providing refutation</Def><Tr>refutative</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λυτικός'}