Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορίᾱ
ἀπορμάω
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾱͅθῡμέω
ἀπορραίνω
View word page
ἀπορέω2
ἀπορέω2Ion.contr.vbseeἀφοράω

ShortDef

[(Ion.) > ἀφοράω]
to be at a loss

Debugging

Headword:
ἀπορέω
Headword (normalized):
ἀπορέω
Headword (normalized/stripped):
απορεω
IDX:
248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-249
Key:
ἀπορέω_2

Data

{'headword_display': '<b>ἀπορέω</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀπορέω<Hm>2</Hm></HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀφοράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπορέω_2'}