Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λύσις
λῡσιτέλεια
λῡσιτελέω
λῡσιτελής
λῡσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λυτέος
λυτήρ
λυτήριον
λυτικός
λύτο
λυτός
λύτρον
λυτρόω
View word page
λύσσημα
λύσσημαατοςn fit of frenzysent by ErinyesE.

ShortDef

a fit of madness

Debugging

Headword:
λύσσημα
Headword (normalized):
λύσσημα
Headword (normalized/stripped):
λυσσημα
IDX:
24893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24894
Key:
λύσσημα

Data

{'headword_display': '<b>λύσσημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λύσσημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>fit of frenzy<Expl>sent by Erinyes</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λύσσημα'}