Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λύσιμος
λύσιος
λῡσίπονος
λύσις
λῡσιτέλεια
λῡσιτελέω
λῡσιτελής
λῡσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λυτέος
λυτήρ
λυτήριον
λυτικός
λύτο
View word page
λυσσαλέος
λυσσαλέοςη ονIon.adj of dogsfrenzied, rabidAR.

ShortDef

raging mad

Debugging

Headword:
λυσσαλέος
Headword (normalized):
λυσσαλέος
Headword (normalized/stripped):
λυσσαλεος
IDX:
24890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24891
Key:
λυσσαλέος

Data

{'headword_display': '<b>λυσσαλέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λυσσαλέος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of dogs</Indic><Tr>frenzied, rabid</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λυσσαλέος'}