Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῡσανίᾱς
Λῡσίᾱς
λῡσίζωνος
λῡσίκακος
Λῡσιμάχη
λῡσιμελής
λύσιμος
λύσιος
λῡσίπονος
λύσις
λῡσιτέλεια
λῡσιτελέω
λῡσιτελής
λῡσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λύσσημα
λυσσητήρ
View word page
λῡσιτέλεια
λῡσιτέλειαᾱςfλῡσιτελής advantage, benefitPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῡσιτέλεια
Headword (normalized):
λῡσιτέλεια
Headword (normalized/stripped):
λυσιτελεια
IDX:
24884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24885
Key:
λῡσιτέλεια

Data

{'headword_display': '<b>λῡσιτέλεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λῡσιτέλεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>λῡσιτελής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>advantage, benefit</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λῡσιτέλεια'}