Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῡ́μη
λύμην
λῡπέω
λῡ́πη
λῡ́πημα
λῡπηρός
λῡπρός
λύρᾱ
λυρικός
λύριον
λυροποιική
λυροποιός
λυρῳδός
λῡσανίᾱς
Λῡσίᾱς
λῡσίζωνος
λῡσίκακος
Λῡσιμάχη
λῡσιμελής
λύσιμος
λύσιος
View word page
λυροποιική
λυροποιικήῆςfλυροποιός art of lyre-makingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυροποιική
Headword (normalized):
λυροποιική
Headword (normalized/stripped):
λυροποιικη
IDX:
24871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24872
Key:
λυροποιική

Data

{'headword_display': '<b>λυροποιική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λυροποιική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>λυροποιός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>art of lyre-making</Tr><Au>Pl.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λυροποιική'}