Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθέᾱτος
ἀθεεί
ἀθείαστος
ἀθέλεος
ἄθελκτος
ἄθεμις
ἀθεμίστιος
ἀθέμιστος
ἀθέμιτος
ἄθεος
ἀθεότης
ἀθεραπείᾱ
ἀθεραπευσίᾱ
ἀθεράπευτος
ἀθερίζω
ἀθερῑ́νη
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθεσίᾱ
ἄθεσμος
ἀθέσφατος
View word page
ἀθεότης
ἀθεότηςητοςfungodliness, impietyPl.

ShortDef

ungodliness

Debugging

Headword:
ἀθεότης
Headword (normalized):
ἀθεότης
Headword (normalized/stripped):
αθεοτης
IDX:
2485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2486
Key:
ἀθεότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀθεότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀθεότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>ungodliness, impiety</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀθεότης'}