Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λυκέη
λύκειος
Λύκειος
Λυκηγενής
Λυκίᾱ
λυκιδεύς
Λύκιοι
Λυκιουργής
λυκοδίωκτος
λυκοκτόνος
λυκόομαι
λύκος
Λυκοῦργος
Λυκωρεύς
λῡ́μᾱ
λῡμαίνομαι
λῡμαντήρ
λῡμαντήριος
λῡμαντής
λῡ́ματα
λῡμεών
View word page
λυκόομαι
λυκόομαιpass.contr.vb of sheepbe mangled by wolvesX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυκόομαι
Headword (normalized):
λυκόομαι
Headword (normalized/stripped):
λυκοομαι
IDX:
24849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24850
Key:
λυκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>λυκόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λυκόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of sheep</Indic><Tr>be mangled by wolves</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λυκόομαι'}