Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λύκαινα
Λύκαιον
Λυκᾱ́ων
λυκέη
λύκειος
Λύκειος
Λυκηγενής
Λυκίᾱ
λυκιδεύς
Λύκιοι
Λυκιουργής
λυκοδίωκτος
λυκοκτόνος
λυκόομαι
λύκος
Λυκοῦργος
Λυκωρεύς
λῡ́μᾱ
λῡμαίνομαι
λῡμαντήρ
λῡμαντήριος
View word page
Λυκιουργής
ΛυκιουργήςIon.Λυκιοεργήςέςadjἔργον of spears, gobletsof Lycian workmanshipHdt. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λυκιουργής
Headword (normalized):
λυκιουργής
Headword (normalized/stripped):
λυκιουργης
IDX:
24846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24847
Key:
Λυκιουργής

Data

{'headword_display': '<b>Λυκιουργής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Λυκιουργής</HL><VL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>Λυκιοεργής</FmHL></VL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of spears, goblets</Indic><Tr>of Lycian workmanship</Tr><Au>Hdt. D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'Λυκιουργής'}