Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθανασίᾱ
ἀθανατίζω
ᾱ̓θάνατος
ἄθαπτος
ἀθάρη
ἀθαρσής
ἀθέᾱτος
ἀθεεί
ἀθείαστος
ἀθέλεος
ἄθελκτος
ἄθεμις
ἀθεμίστιος
ἀθέμιστος
ἀθέμιτος
ἄθεος
ἀθεότης
ἀθεραπείᾱ
ἀθεραπευσίᾱ
ἀθεράπευτος
ἀθερίζω
View word page
ἄ-θελκτος
ἄ-θελκτοςονadjθέλγω not to be beguiledA.

ShortDef

implacable

Debugging

Headword:
ἄθελκτος
Headword (normalized):
ἄθελκτος
Headword (normalized/stripped):
αθελκτος
IDX:
2479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2480
Key:
ἄθελκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-θελκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-θελκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θέλγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>not to be beguiled</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄθελκτος'}