Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοφίδιον
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχᾱγέται
λοχᾱγέω
λοχᾱγίᾱ
λοχᾱγός
λοχαῖος
λοχάω
λοχείᾱ
λοχεῖα
λόχεος
λόχευμα
λοχεύω
λοχηγέω
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχῑ́της
λοχμαῖος
View word page
λοχείᾱ
λοχείᾱᾱς
Ion.λοχείηης
fλοχεύω
childbirthE. Pl. Call. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοχείᾱ
Headword (normalized):
λοχείᾱ
Headword (normalized/stripped):
λοχεια
IDX:
24798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24799
Key:
λοχείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>λοχείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοχείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>λοχείη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>λοχεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>childbirth</Tr><Au>E. Pl. Call. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοχείᾱ'}