Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοφεῖον
λοφιᾱ́
λοφίδιον
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχᾱγέται
λοχᾱγέω
λοχᾱγίᾱ
λοχᾱγός
λοχαῖος
λοχάω
λοχείᾱ
λοχεῖα
λόχεος
λόχευμα
λοχεύω
λοχηγέω
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
View word page
λοχαῖος
λοχαῖοςᾱ ονadjλόχος of a placeof ambushE.

ShortDef

clandestine

Debugging

Headword:
λοχαῖος
Headword (normalized):
λοχαῖος
Headword (normalized/stripped):
λοχαιος
IDX:
24796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24797
Key:
λοχαῖος

Data

{'headword_display': '<b>λοχαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λοχαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Tr>of ambush</Tr><Au>E.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'λοχαῖος'}