Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφιᾱ́
λοφίδιον
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχᾱγέται
λοχᾱγέω
λοχᾱγίᾱ
λοχᾱγός
λοχαῖος
λοχάω
λοχείᾱ
λοχεῖα
View word page
λοφο-ποιός
λοφοποιόςοῦmποιέω maker of helmet-crestsAr.

ShortDef

a crest-maker

Debugging

Headword:
λοφοποιός
Headword (normalized):
λοφοποιός
Headword (normalized/stripped):
λοφοποιος
IDX:
24789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24790
Key:
λοφοποιός

Data

{'headword_display': '<b>λοφο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοφο<hyph/>ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>maker of helmet-crests</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοφοποιός'}