Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφιᾱ́
λοφίδιον
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχᾱγέται
λοχᾱγέω
λοχᾱγίᾱ
λοχᾱγός
λοχαῖος
λοχάω
λοχείᾱ
View word page
λοφίδιον
λοφίδιονουndimin. λόφοςsmall ridgehillockMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοφίδιον
Headword (normalized):
λοφίδιον
Headword (normalized/stripped):
λοφιδιον
IDX:
24788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24789
Key:
λοφίδιον

Data

{'headword_display': '<b>λοφίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοφίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin. <Ref>λόφος</Ref></Ety></HG><nS1><Def>small ridge</Def><Tr>hillock</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοφίδιον'}