Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφιᾱ́
λοφίδιον
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχᾱγέται
λοχᾱγέω
λοχᾱγίᾱ
λοχᾱγός
λοχαῖος
View word page
λοφεῖον
λοφεῖονουn box for storing helmet crestscrest-caseAr.

ShortDef

a crest-case

Debugging

Headword:
λοφεῖον
Headword (normalized):
λοφεῖον
Headword (normalized/stripped):
λοφειον
IDX:
24786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24787
Key:
λοφεῖον

Data

{'headword_display': '<b>λοφεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοφεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>box for storing helmet crests</Def><Tr>crest-case</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοφεῖον'}