Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφιᾱ́
λοφίδιον
λοφοποιός
λόφος
λόφωσις
λοχᾱγέται
λοχᾱγέω
View word page
λουτρών
λουτρώνῶνοςm public bathbath-house, bathsX. Plu.

ShortDef

a bathing-room, bath-house

Debugging

Headword:
λουτρών
Headword (normalized):
λουτρών
Headword (normalized/stripped):
λουτρων
IDX:
24783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24784
Key:
λουτρών

Data

{'headword_display': '<b>λουτρών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λουτρών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>public bath</Def><Tr>bath-house, baths</Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λουτρών'}