Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφιᾱ́
λοφίδιον
λοφοποιός
View word page
λουτρο-δάϊκτος
λουτροδάϊκτοςονadjδαΐζω murdered in one's bath A.

ShortDef

slain in the bath

Debugging

Headword:
λουτροδάϊκτος
Headword (normalized):
λουτροδάϊκτος
Headword (normalized/stripped):
λουτροδαικτος
IDX:
24779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24780
Key:
λουτροδάϊκτος

Data

{'headword_display': '<b>λουτρο-δάϊκτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λουτρο<hyph/>δάϊκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δαΐζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>murdered in one's bath </Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'λουτροδάϊκτος'}