Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
λοφεῖον
λοφιᾱ́
View word page
λούμενος
λούμενος
Att.mid.ptcpl.
λοῦσα
ep.aor.
λοῦσθαι
mid.inf.
λοῦται
3sg.mid.
see
λούω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λούμενος
Headword (normalized):
λούμενος
Headword (normalized/stripped):
λουμενος
IDX:
24777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24778
Key:
λούμενος
Data
{'headword_display': '<b>λούμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>λούμενος<LblR>Att.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>λοῦσα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><RefFm>λοῦσθαι<LblR>mid.inf.</LblR></RefFm><RefFm>λοῦται<LblR>3sg.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λούω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λούμενος'}