Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
λοφάω
View word page
λοπός
λοπόςοῦmλέπω peelable outer layerskinw.gen.of an onionOd.

ShortDef

the shell, husk, peel

Debugging

Headword:
λοπός
Headword (normalized):
λοπός
Headword (normalized/stripped):
λοπος
IDX:
24775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24776
Key:
λοπός

Data

{'headword_display': '<b>λοπός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοπός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>peelable outer layer</Def><Tr>skin<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of an onion</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοπός'}