Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτροφόρος
λουτροχόος
λουτρών
λούω
View word page
λοπίς
λοπίςίδοςfreltd.λοπός pl.scalesof a fishAr.

ShortDef

shell, flake, scale

Debugging

Headword:
λοπίς
Headword (normalized):
λοπίς
Headword (normalized/stripped):
λοπις
IDX:
24774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24775
Key:
λοπίς

Data

{'headword_display': '<b>λοπίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοπίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>λοπός</Ref></Ety></HG> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>scales<Expl>of a fish</Expl></Def><Au>Ar.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'λοπίς'}