Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
λούτριον
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
View word page
λοξόομαι
λοξόομαιpass.contr.vbλοξός pf.ptcpl.adj.of the orbits of heavenly bodiesslanting, obliqueArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοξόομαι
Headword (normalized):
λοξόομαι
Headword (normalized/stripped):
λοξοομαι
IDX:
24770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24771
Key:
λοξόομαι

Data

{'headword_display': '<b>λοξόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λοξόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>λοξός</Ref></Ety></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of the orbits of heavenly bodies</Indic><Def>slanting, oblique</Def><Au>Arist.</Au> </vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'λοξόομαι'}