Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
λοπός
λορδόω
λούμενος
View word page
λοῖσθος2
λοῖσθος2ουm piece of timberfr. a shipsparE.

ShortDef

left behind, last
beam

Debugging

Headword:
λοῖσθος
Headword (normalized):
λοῖσθος
Headword (normalized/stripped):
λοισθος
IDX:
24767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24768
Key:
λοῖσθος_2

Data

{'headword_display': '<b>λοῖσθος</b><sup>2</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>λοῖσθος<Hm>2</Hm></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>piece of timber<Expl>fr. a ship</Expl></Def><Tr>spar</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοῖσθος_2'}