Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
λοπάς
λοπίς
View word page
λοισθήιος
λοισθήιοςονIon.adjλοῖσθος1 of a prizeawarded for the last placelastIl.neut.pl.sb.last prizeIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοισθήιος
Headword (normalized):
λοισθήιος
Headword (normalized/stripped):
λοισθηιος
IDX:
24764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24765
Key:
λοισθήιος

Data

{'headword_display': '<b>λοισθήιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λοισθήιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>λοῖσθος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a prize</Indic><Def>awarded for the last place</Def><Tr>last</Tr><Au>Il.</Au><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>last prize</Def><Au>Il.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'λοισθήιος'}