Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
λόον
View word page
λοιμώδης
λοιμώδηςεςadjof a sicknesshaving the characteristics of plaguepestilentialTh. Plu.

ShortDef

like plague, pestilential

Debugging

Headword:
λοιμώδης
Headword (normalized):
λοιμώδης
Headword (normalized/stripped):
λοιμωδης
IDX:
24762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24763
Key:
λοιμώδης

Data

{'headword_display': '<b>λοιμώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λοιμώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a sickness</Indic><Def>having the characteristics of plague</Def><Tr>pestilential</Tr><Au>Th. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λοιμώδης'}