Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
λοξόομαι
λοξός
View word page
λοιμός
λοιμόςοῦm plague, pestilenceIl. Hes. A. Hdt. S. Th.fig., ref. to a personD. NT.

ShortDef

a plague, pestilence

Debugging

Headword:
λοιμός
Headword (normalized):
λοιμός
Headword (normalized/stripped):
λοιμος
IDX:
24761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24762
Key:
λοιμός

Data

{'headword_display': '<b>λοιμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοιμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>plague, pestilence</Tr><Au>Il. Hes. A. Hdt. S. Th.<NBPlus/></Au><nS2><Indic>fig., ref. to a person</Indic><Au>D. NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'λοιμός'}