Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
Λοκροί
Λοξίᾱς
View word page
λοίδορος
λοίδοροςονadj of quarrelling, ribaldryabusive, insultingE.Cyc. Men.

ShortDef

railing, abusive

Debugging

Headword:
λοίδορος
Headword (normalized):
λοίδορος
Headword (normalized/stripped):
λοιδορος
IDX:
24759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24760
Key:
λοίδορος

Data

{'headword_display': '<b>λοίδορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λοίδορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of quarrelling, ribaldry</Indic><Tr>abusive, insulting</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk> Men.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'λοίδορος'}