Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοετρόν
λοετροχόος
λοέω
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
λοιπός
λοισθήιος
λοίσθιος
λοῖσθος
View word page
λοιδορησμός
λοιδορησμόςοῦm use of insulting speechabusiveness, trading of insultsAr.

ShortDef

railing, abuse

Debugging

Headword:
λοιδορησμός
Headword (normalized):
λοιδορησμός
Headword (normalized/stripped):
λοιδορησμος
IDX:
24756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24757
Key:
λοιδορησμός

Data

{'headword_display': '<b>λοιδορησμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοιδορησμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>use of insulting speech</Def><Tr>abusiveness, trading of insults</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοιδορησμός'}