Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λόε
λοετρόν
λοετροχόος
λοέω
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
λοιμικός
λοιμός
λοιμώδης
View word page
λοιγός
λοιγόςοῦm destruction, ruin, disasterIl. Hes. A. Pi.

ShortDef

ruin, havoc
pestilent

Debugging

Headword:
λοιγός
Headword (normalized):
λοιγός
Headword (normalized/stripped):
λοιγος
IDX:
24752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24753
Key:
λοιγός

Data

{'headword_display': '<b>λοιγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοιγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>destruction, ruin, disaster</Tr><Au>Il. Hes. A. Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοιγός'}