Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λογχήρης
λογχίς
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λόε
λοετρόν
λοετροχόος
λοέω
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
λοιδορίᾱ
λοίδορος
View word page
λοιβεῖον
λοιβεῖονουnλοιβή libation-vesselPlu.

ShortDef

a cup for pouring libations

Debugging

Headword:
λοιβεῖον
Headword (normalized):
λοιβεῖον
Headword (normalized/stripped):
λοιβειον
IDX:
24749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24750
Key:
λοιβεῖον

Data

{'headword_display': '<b>λοιβεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λοιβεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λοιβή</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>libation-vessel</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λοιβεῖον'}