Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λόγος
λόγχη
λογχήρης
λογχίς
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λόε
λοετρόν
λοετροχόος
λοέω
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητικός
View word page
λοετροχόος
λοετροχόοςep.adjseeλουτροχόος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοετροχόος
Headword (normalized):
λοετροχόος
Headword (normalized/stripped):
λοετροχοος
IDX:
24747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24748
Key:
λοετροχόος

Data

{'headword_display': '<b>λοετροχόος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λοετροχόος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>λουτροχόος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λοετροχόος'}