Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λογοποιός
λόγος
λόγχη
λογχήρης
λογχίς
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λόε
λοετρόν
λοετροχόος
λοέω
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγός
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδόρησις
λοιδορησμός
View word page
λοετρόν
λοετρόνep.nseeλουτρόν

ShortDef

bathing, bath

Debugging

Headword:
λοετρόν
Headword (normalized):
λοετρόν
Headword (normalized/stripped):
λοετρον
IDX:
24746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24747
Key:
λοετρόν

Data

{'headword_display': '<b>λοετρόν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λοετρόν</HL><PS>ep.n</PS></HG><XR>see<Ref>λουτρόν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λοετρόν'}