Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λογιότης
λογισμός
λογιστήριον
λογιστής
λογιστικός
λογιστός
λογογραφέω
λογογραφίᾱ
λογογραφικός
λογογράφος
λογοδαίδαλος
λογοποιέω
λογοποιικός
λογοποιός
λόγος
λόγχη
λογχήρης
λογχίς
λογχόομαι
λογχοποιός
λογχοφόρος
View word page
λογο-δαίδαλος
λογοδαίδαλοςονadj using elaborate languageiron., of a sophistexpert in elaborate phrasingPl.

ShortDef

skilled in tricking out a speech

Debugging

Headword:
λογοδαίδαλος
Headword (normalized):
λογοδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
λογοδαιδαλος
IDX:
24733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24734
Key:
λογοδαίδαλος

Data

{'headword_display': '<b>λογο-δαίδαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λογο<hyph/>δαίδαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>using elaborate language</Def><aS2><Indic>iron., of a sophist</Indic><Tr>expert in elaborate phrasing</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'λογοδαίδαλος'}