Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λόγιον
λόγιος
λογιότης
λογισμός
λογιστήριον
λογιστής
λογιστικός
λογιστός
λογογραφέω
λογογραφίᾱ
λογογραφικός
λογογράφος
λογοδαίδαλος
λογοποιέω
λογοποιικός
λογοποιός
λόγος
λόγχη
λογχήρης
λογχίς
λογχόομαι
View word page
λογογραφικός
λογογραφικόςή όνadj of an inescapable ruleof speech-writingPl.

ShortDef

of or for writing speeches or prose

Debugging

Headword:
λογογραφικός
Headword (normalized):
λογογραφικός
Headword (normalized/stripped):
λογογραφικος
IDX:
24731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24732
Key:
λογογραφικός

Data

{'headword_display': '<b>λογογραφικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λογογραφικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an inescapable rule</Indic><Tr>of speech-writing</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λογογραφικός'}