Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λοβός
λογάδες
λογάδες
λογάδην
λογάριον
λογεῖον
λογεύω
λογίδιον
λογίζομαι
λογικός
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
λογιότης
λογισμός
λογιστήριον
λογιστής
λογιστικός
λογιστός
λογογραφέω
λογογραφίᾱ
View word page
λόγιμος
λόγιμοςη ονalsoος ονadj of a person, city, nation, shrinenotable, importantHdt.

ShortDef

worth mention, notable, remarkable, famous

Debugging

Headword:
λόγιμος
Headword (normalized):
λόγιμος
Headword (normalized/stripped):
λογιμος
IDX:
24720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24721
Key:
λόγιμος

Data

{'headword_display': '<b>λόγιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λόγιμος</HL><Infl>η ον<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>ος ον</FmInfl></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person, city, nation, shrine</Indic><Tr>notable, important</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λόγιμος'}