Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορίᾱ
ἀπορμάω
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
View word page
ἀ-πόρευτος
πόρευτοςονadjprivatv.prfx., πορευτός of a pathimpossible to go alongPlu.

ShortDef

not to be travelled

Debugging

Headword:
ἀπόρευτος
Headword (normalized):
ἀπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
απορευτος
IDX:
246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-247
Key:
ἀπόρευτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πόρευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πόρευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>πορευτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a path</Indic><Tr>impossible to go along</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπόρευτος'}