Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιταί
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιτέσθαι
λῑτί
λιτοίμην
λιτοργός
λιτός
λῑτός
λῑτότης
λῑ́τρᾱ
λίτρον
λιτρώδης
λιττάς
Λιτυέρσης
λιχμάζω
View word page
λιτοίμην
λιτοίμηνaor.2 mid.opt.λίτομαιmid.vbseeλίσσομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιτοίμην
Headword (normalized):
λιτοίμην
Headword (normalized/stripped):
λιτοιμην
IDX:
24692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24693
Key:
λιτοίμην

Data

{'headword_display': '<b>λιτοίμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>λιτοίμην<LblR>aor.2 mid.opt.</LblR></RefFm><HG><HL>λίτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>λίσσομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λιτοίμην'}